Η υπογονιμότητα ορίζεται ως η αδυναμία ενός ζευγαριού να επιτύχει σύλληψη και να αποκτήσει παιδί έπειτα από τουλάχιστον ένα έτος τακτικών σεξουαλικών επαφών χωρίς αντισυλληπτική προστασία.
Η υπογονιμότητα διακρίνεται σε πρωτοπαθή, όπου δεν έχει επιτευχθεί σύλληψη στο παρελθόν και σε δευτεροπαθή, όπου έχει επιτευχθεί στο παρελθόν σύλληψη.
Πρόκειται για ένα πολύ συχνό πρόβλημα που επηρεάζει το 10-15 % των ζευγαριών που προσπαθούν να αποκτήσουν παιδιά.
Είναι ένα φαινόμενο που παρουσιάζεται εξίσου συχνά σε άνδρες και γυναίκες και πολλές φορές χρειάζεται ιατρική υποστήριξη για την αντιμετώπισή της.
Ανάλογα με το αίτιο που την προκαλεί, η υπογονιμότητα χωρίζεται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες:
– Σε αυτήν που οφείλεται σε κάποιο γυναικείο παράγοντα, ο οποίος μπορεί να αφορά στις σάλπιγγες, στις ωοθήκες , στο ενδομήτριο , στον τράχηλο ή στον κόλπο, όπως και σε διαταραχές της ωοθυλακιορρηξίας
– Σε αυτήν που οφείλεται σε κάποιον ανδρικό παράγοντα, όπως τραύματα ή εγχειρήσεις στην περιοχή των όρχεων, του προστάτη, της ουροδόχου κύστης, της ουρήθρας, η συστροφή όρχεως, τραύμα στον σπερματικό πόρο ή στη σπερματική αρτηρία κ.α.
– Στην υπογονιμότητα άγνωστης αιτιολογίας , η οποία αποτελεί το 10-20% του συνόλου των περιπτώσεων.
Στις περιπτώσεις αυτές, παρά το ότι ο έλεγχος και οι εξετάσεις τόσο του άνδρα όσο και της γυναίκας είναι απολύτως φυσιολογικές , το ζευγάρι δεν μπορεί να αποκτήσει παιδί.
Πριν από οποιαδήποτε θεραπεία χρειάζεται να πραγματοποιηθεί διάγνωση από εξειδικευμένο ιατρό.
Για την επιλογή της κατάλληλης θεραπευτικής στρατηγικής πρέπει να ληφθούν υπόψιν διάφορα εξατομικευμένα δεδομένα.
Παράγοντες όπως η ηλικία της γυναίκας και οι οικονομικές δυνατότητες του ζευγαριού πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπ’ όψη, δεδομένου ότι η θεραπεία της υπογονιμότητας μπορεί κάποιες φορές να αποβεί και χρονοβόρος και δαπανηρή.