Η βιταμίνη D είναι απαραίτητη για τον οργανισμό ρυθμίζοντας πολλές λειτουργίες του.
Διακρίνουμε δύο μορφές την βιταμίνη D3 (χοληκαλσιφερόλη) ζωικής προέλευσης και τη D2 (εργοκαλσιφερόλη) που τη λαμβάνουμε από τις φυτικές τροφές.
Η βιταμίνη D3 παράγεται στο δέρμα με την επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας.
Άλλες πηγές βιταμίνης D3 είναι οι τροφές ζωικής προέλευσης όπως τα λιπαρά ψάρια, το κόκκινο κρέας, τα αυγά και οι εμπλουτισμένες τροφές ή τα διατροφικά συμπληρώματα, ενώ τις βιταμίνης D2 οι φυτικές τροφές όπως τα λαχανικά και τα φρούτα.
Το μεγαλύτερο ποσοστό της βιταμίνης D προέρχεται από το δέρμα με τη δράση της ηλιακής ακτινοβολίας.
Η βιταμίνη D ρυθμίζει το μεταβολισμό του ασβεστίου, βοηθώντας την απορρόφηση του από το έντερο, αλλά και του φωσφόρου συμβάλλοντας στην ανάπτυξη και διατήρηση υγιών οστών.
Έχει όμως και άλλες δράσεις που αφορούν στην ενδυνάμωση του ανοσοποιητικού συστήματος, στον μεταβολισμό και στη σωστή μυϊκή λειτουργία.
Η επάρκεια της βιταμίνης D εξαρτάται κυρίως από την ένταση και το χρόνο έκθεσης του σώματος στην ηλιακή ακτινοβολία.
Η ένταση της ηλιακής ακτινοβολίας εξαρτάται από το γεωγραφικό πλάτος μιας χώρας.
Η απορρόφηση όμως της ακτινοβολίας από το σώμα εξαρτάται από το χρόνο έκθεσης στον ήλιο, το χρώμα του δέρματος (το ανοικτό χρώμα απορροφά περισσότερο την υπεριώδη ακτινοβολία), το τύπο ρουχισμού και τη προστασία από την ηλιοφάνεια (χρήση αντηλιακών).
Σύμφωνα με τα παραπάνω θα έπρεπε οι κάτοικοι των βορείων χωρών να έχουν έλλειψη της βιταμίνης D συγκριτικά με τις νότιες μεσογειακές χώρες.
Τούτο όμως δεν συμβαίνει πάντα διότι οι βορειο-ευρωπαίοι καταναλίσκουν λιπαρά ψάρια και τροφές εμπλουτισμένες με βιταμίνη D, ενώ οι μεσογειακοί λαοί προφυλάσσονται από την έκθεση στον ήλιο για το φόβο του καρκίνου του δέρματος.
Μελέτες , που στηρίζονται στη διατροφική πρόσληψη της βιταμίνης D αλλά και στη μέτρηση της στο αίμα έχουν δείξει ότι σε παγκόσμιο επίπεδο υπάρχει έλλειψη (πολύ χαμηλά επίπεδα) η ανεπάρκεια (ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ φυσιολογικής συγκέντρωσης και έλλειψης) της βιταμίνης D σε ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού.
Στους ενήλικες υπάρχουν φυσιολογικές καταστάσεις που η χορήγηση βιταμίνης D είναι απαραίτητη, όπως η κύηση και ο θηλασμός.
Υπάρχουν όμως και παθολογικές καταστάσεις και νοσήματα που η έλλειψη της βιταμίνης D είναι το αίτιο η το αποτέλεσμα της πάθησης όπως η ραχίτιδα στα παιδιά, η οστεομαλακία στους ενήλικες, οι χρόνιες παθήσεις των νεφρών, η ηπατική ανεπάρκεια και τα σύνδρομα δυσαπορρόφησης από το έντερο.
Στην οστεοπόρωση χορηγείται σαν προληπτική κυρίως θεραπεία η βιταμίνη D σε συνδυασμό με ασβέστιο.
Στα βρέφη και τα παιδιά χρειάζεται να χορηγείται η βιταμίνη D σε δοσολογία που προσδιορίζεται από τους παιδιάτρους ανάλογα με την ηλικία.
Η ανεπαρκής πρόσληψη της βιταμίνης D στα παιδιά προκαλεί, τη σιτιογενή ραχίτιδα στη οποία υπάρχει διαταραχή της ανάπτυξης και της δομής των οστών του σκελετού.
Η συνιστώμενη δόση συντήρησης για τους ενήλικες με ανεπάρκεια της βιταμίνης D είναι 800 – 1000 μονάδες την ημέρα.
Όταν όμως υπάρχει μεγάλη έλλειψη της βιταμίνης όπως αυτή προσδιορίζεται από τη χαμηλή συγκέντρωση της στο αίμα, τότε χορηγούνται υψηλές δόσεις ημερησίως, η εβδομαδιαίως που μπορούν να φθάσουν τις 10.000 την ημέρα η 60.000 την εβδομάδα για 8-12 εβδομάδες, που ακολουθούνται από 1.000 -2.000 ημερησίως ή 10.000 την εβδομάδα σαν δοσολογία συντήρησης.
Σε κάθε περίπτωση η δοσολογία καθορίζεται από το γιατρό σύμφωνα με το βαθμό έλλειψης της βιταμίνης και την ιδιαίτερη κατάσταση του ασθενούς (ηλικία, έκθεση στον ήλιο, συνυπάρχον νόσημα, λήψη φαρμάκων.
Η έλλειψη της βιταμίνης D έχει συσχετισθεί με την οστεοπόρωση, τα κατάγματα και τις πτώσεις σε ηλικιωμένους γι’ αυτό συνιστάται η χορήγηση της σε δοσολογία συντήρησης αν και τελευταία αμφισβητείται η αποτελεσματικότητα της σε αυτές τις περιπτώσεις.
Η δυνατότητα μέτρησης της βιταμίνης D στο αίμα, αλλά και η ασυμφωνία του ιατρικού κόσμου για τις φυσιολογικές τιμές της, έχει οδηγήσει τα τελευταία χρόνια σε μία υπερβολική πρόσληψη που όχι μόνο δεν δικαιολογείται αλλά μπορεί να οδηγήσει στο σύνδρομο της υπερβιταμίνωσης D με βλαβερές συνέπειες στον οργανισμό.
Τόσο η μέτρηση της βιταμίνης D στο αίμα όσο και η χορήγηση της πρέπει να συνιστάται από τον θεράποντα ιατρό όταν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις έλλειψης της ή παράγοντες κινδύνου πού μπορεί να οδηγήσουν σε αυτήν, όπως τα νοσήματα που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Η μέτρηση της βιταμίνης D με κανένα τρόπο δεν δικαιολογείται στα πλαίσια ενός συνηθισμένου ελέγχου ρουτίνας ή η λήψη της από το κοινό χωρίς την υπόδειξη ιατρού επειδή σαν συμπλήρωμα διατροφής δεν συνταγογραφείται.
Μια ισορροπημένη δίαιτα καλύπτει πάντα τις ανάγκες ενός υγιούς οργανισμού σε βιταμίνες και ιχνοστοιχεία χωρίς να χρειάζεται η επιπλέον χορήγηση τους με τα συμπληρώματα διατροφής.
Κώστας Φαινέκος, Ενδοκρινολόγος
www.y-o.gr