Ο πονοκέφαλος είναι ένα συχνό πρόβλημα για το οποίο οι ασθενείς πρέπει να συμβουλεύονται τον φαρμακοποιό ή τον γιατρό τους.
Η πλειοψηφία των πονοκεφάλων δεν σχετίζεται με άλλα προβλήματα υγείας και αρκεί η χορήγηση κάποιου παυσίπονου για την ανακούφιση του ασθενή.
Η χορήγηση παυσίπονων, όμως, δεν είναι ακίνδυνη και πρέπει να γίνεται γνωρίζοντας κάποια πράγματα για την κάθε κατηγορία.
Λίγη Φαρμακολογία…
Ο πονοκέφαλος αποτελεί ένα σύμπτωμα, τα αίτια του οποίου ποικίλλουν. Τα πιο συχνά είδη πονοκεφάλου είναι ο πονοκέφαλος τάσης και η ημικρανία.
Στη συνέχεια, θα εξετάσουμε κάποια αναλγητικά που χρησιμοποιούνται συχνά στους πονοκεφάλους.
- Παρακεταμόλη
Η παρακεταμόλη έχει αναλγητικές και αντιπυρετικές ιδιότητες, παρόμοιες με αυτές του ακετυλοσαλικυλικού οξέος και ασθενείς αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες.
Είναι ασθενής αναστολέας της βιοσύνθεσης των προσταγλανδινών, αν και υπάρχουν ενδείξεις ότι είναι πιο αποτελεσματική κατά των ενζύμων του ΚΝΣ από αυτά της περιφέρειας.
Η αντιπυρετική της δράση οφείλεται σε άμεση επίδραση στα υποθαλαμικά θερμορυθμιστικά κέντρα. Ο μηχανισμός της αναλγητικής δράσης της δεν είναι γνωστός.
Οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν με ασφάλεια να χρησιμοποιήσουν παρακεταμόλη, συμπεριλαμβανομένων και των βρεφών.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Σπάνιες
Αντενδείξεις: ηπατική ανεπάρκεια και σε άλλες ηπατικές νόσους, νεφρική ανεπάρκεια, υπερευαισθησία στην παρακεταμόλη ή σε κάποιο από τα έκδοχα του προϊόντος.
Αλληλεπιδράσεις: Το αλκοόλ μπορεί να αυξήσει την ηπατοτοξικότητα της παρακεταμόλης κατά την υπερδοσολογία.
Εγκυμοσύνη και θηλασμός: Μέχρι σήμερα δεν έχουν προκύψει ενδείξεις ότι η παρακεταμόλη εμφανίζει δυσμενείς επιδράσεις κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης στο έμβρυο ή κατά τη διάρκεια του θηλασμού.
- Ασπιρίνη
Το ακετυλοσαλικυλικό οξύ ανήκει στην ομάδα των όξινων μη στεροειδών αναλγητικών/αντιφλεγμονωδών φαρμάκων.
Ο τρόπος δράσης του περιλαμβάνει μη αναστρέψιμη αναστολή της κυκλοοξυγενάσης και κατά συνέπεια αναστολή των προστανοειδών: προσταγλανδίνη Ε2, προσταγλανδίνη Ι2 και θρομβοξάνη Α2.
Θα πρέπει να αποφεύγεται η χρήση της ασπιρίνης στα παιδιά.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Κίνδυνος αιμορραγίας, γαστρικού έλκους, αντίδρασης υπερευαισθησίας, άσθματος.
Αντενδείξεις: Αντενδείκνυται σε ασθενείς με ιστορικό άσθματος σε ΜΣΑΦ ή σαλικυλικά, πεπτικό έλκος, κίνδυνο αιμορραγίας, σοβαρή ηπατική, νεφρική ή καρδιακή ανεπάρκεια.
Κύριες αλληλεπιδράσεις: Με ΜΣΑΦ, από του στόματος αντιπηκτικά, γλυκοκορτικοειδή, ηπαρίνες (κίνδυνος αιμορραγίας), αναστολείς ΜΕΑ, διουρητικά και αναστολείς των υποδοχέων αγγειοτενσίνης ΙΙ (κίνδυνος νεφρικής ανεπάρκειας).
Εγκυμοσύνη και θηλασμός: Αντενδείκνυται από την αρχή του 6ου μήνα της εγκυμοσύνης. Αποφυγή της χρήσης της στην αρχή της εγκυμοσύνης και κατά τη διάρκεια του θηλασμού.
- Ιβουπροφαίνη
H ιβουπροφαίνη είναι ένα ΜΣΑΦ (παράγωγο του προπιονικού οξέος), το οποίο δρα μέσω της αναστολής της σύνθεσης των προσταγλαδινών.
Είναι κατάλληλη και για μωρά από 3 μηνών και πάνω.
Ανεπιθύμητες Ενέργειες: Γαστραλγία, πεπτικά έλκη, αιμορραγία, εξάνθημα, οίδημα, νεφρική ανεπάρκεια.
Αντενδείξεις: Αντενδείκνυται σε περίπτωση ιστορικού άσθματος με ΜΣΑΦ ή σαλικυλικά, σε ενεργή αιμορραγία, ιστορικό γαστρεντερικής αιμορραγίας από λήψη ΜΣΑΦ, πεπτικό έλκος, σοβαρή ηπατική, νεφρική ή καρδιακή ανεπάρκεια και συστηματικό ερυθηματώδη λύκο. Δεν συνιστάται σε περίπτωση ανεμοβλογιάς.
Κύριες αλληλεπιδράσεις: Με άλλα ΜΣΑΦ, από του στόματος αντιπηκτικά, ηπαρίνες, αναστολείς ΜΕΑ, διουρητικά και αναστολείς των υποδοχέων αγγειοτενσίνης ΙΙ.
Εγκυμοσύνη και θηλασμός: Αντενδείκνυται από την αρχή του 6ου μήνα της εγκυμοσύνης. Να αποφεύγεται από την αρχή της εγκυμοσύνης. Επιτρέπεται κατά τη διάρκεια του θηλασμού.
Σοφία Καραΐσκου, Φαρμακοποιός
www.y-o.gr