Τα θαλασσινά μπορεί να είναι γνωστό ότι αποτελούν βασική ομάδα τροφίμων για μία υγιεινή διατροφή, ωστόσο σύμφωνα με επιστημονική έρευνα, φαίνεται πως έχουν και ευεργετικές ιδιότητες που συνδέονται άμεσα με την σεξουαλική υγεία των ανθρώπων και την ικανότητα τεκνοποίησης, καθώς επηρεάζουν την ποιότητα του σπέρματος, την ωορρηξία και την ποιότητα του εμβρύου.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με έρευνα του Harvard T.H. Chan School of Public Health, τα θαλασσινά μπορούν να εκτοξεύσουν τη σεξουαλική επιθυμία στα ύψη.
Ειδικότερα, για τις ανάγκες της έρευνας, 500 ζευγάρια που προσπαθούσαν να κάνουν παιδί, σημείωναν πόσο συχνά έτρωγαν θαλασσινά (ψάρια και οστρακοειδή) μέσα σε διάρκεια τεσσάρων ετών, καθώς επίσης και τη συχνότητα των σεξουαλικών τους επαφών.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, το 92% όσων κατανάλωναν θαλασσινά πάνω από δύο φορές την εβδομάδα, περίμεναν παιδί μέχρι το τέλος του χρόνου.
Άντρες και γυναίκες που κατανάλωσαν περισσότερη ποσότητα θαλασσινών (πάνω από 8 μερίδες το μήνα) έκαναν μάλιστα κατά 22% περισσότερο σεξ.
Το μυστικό
Μπορεί να είναι γενικά γνωστό ότι τα οστρακοειδή είναι αφροδισιακά χάρη στον ψευδάργυρο που περιέχουν, ωστόσο άλλο είναι το «καυτό» μυστικό που κρύβεται πίσω από τη σχέση μεταξύ θαλασσινών και σεξουαλικής λίμπιντο.
Οι ερευνητές παρατήρησαν ότι η σχέση μεταξύ της πρόσληψης ψαριών και της εγκυμοσύνης δεν εξηγείται μόνο από την αυξημένη συχνότητα του σεξ.
Αυτό υποδηλώνει ότι τα ψάρια μπορούν να επηρεάσουν την ποιότητα του σπέρματος, την ωορρηξία ή την ποιότητα του εμβρύου.
«Τα αποτελέσματα υπογραμμίζουν τη σημασία της διατροφής όχι μόνο της γυναίκας αλλά και του άνδρα μέχρι την εγκυμοσύνη και υποδεικνύουν ότι και οι δύο σύντροφοι πρέπει να εντάξουν περισσότερα ψάρια στη διατροφή τους για να έχουν τα μέγιστα δυνατά οφέλη ως προς την γονιμότητα», υποστηρίζουν οι ερευνητές.
Αν και τα ψάρια είναι πλούσια σε πρωτεΐνες και άλλα θρεπτικά συστατικά για τις έγκυες, πολλές τα αποφεύγουν για να μην εκτεθούν στον υδράργυρο καθώς μπορεί να επηρεάσει την ανάπτυξη παιδιών και εμβρύων.
Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύθηκαν στην ιατρική επιθεώρηση «Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism».