Η παχυσαρκία γίνεται όλο και πιο συχνή σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, συμπεριλαμβανομένων και των ηλικιωμένων.
Είναι επικίνδυνη, καθώς προκαλεί μία σειρά σοβαρών προβλημάτων για την υγεία, όπως τα καρδιοκυκλοφορικά νοσήματα, η υπέρταση και ο διαβήτης.
Παράλληλα, αυξάνει και την επίπτωση του μεταβολικού συνδρόμου που χαρακτηρίζεται από αύξηση της περιμέτρου της μέσης, αύξηση του σακχάρου και των τριγλυκεριδίων του αίματος και υπέρταση.
Υπολογίζεται ότι πάνω από το 50% των ατόμων άνω των 60 ετών εμφανίζουν μεταβολικό σύνδρομο.
Αυτό δεν είναι αμελητέο καθώς αυξάνει την πιθανότητα για εγκεφαλικά και έμφραγμα του μυοκαρδίου 3 με 4 φορές περισσότερο απ’ ότι στα άτομα με φυσιολογικό βάρος.
Ενώ όμως το σωματικό βάρος μπορεί να αυξηθεί ή και να μείνει στάσιμο στην ενήλικη ζωή, με την πάροδο του χρόνου η σύσταση του σώματος αλλάζει.
Το αποτέλεσμα είναι ότι ενώ αυξάνει το ποσοστό του λιπώδους ιστού η μυϊκή μάζα μειώνεται, με αποτέλεσμα την εμφάνιση της σαρκοπενικής παχυσαρκίας.
Έτσι οι παχύσαρκοι ηλικιωμένοι είναι στην ουσία φυσικά πιο αδύνατοι από τους λεπτούς συνομήλικούς τους.
Ακόμη, πάνω από το 90% των ατόμων με σαρκοπενική παχυσαρκία εμφανίζουν κινητικά προβλήματα.
Η παχυσαρκία όμως δεν επηρεάζει μόνο το σώμα αλλά και την ψυχολογία των ηλικιωμένων.
Συγκεκριμένα, σχετίζεται με αύξηση του βαθμού εξάρτησης από συγγενικά πρόσωπα, ανάγκη για βοήθεια στο σπίτι ή εισαγωγή σε ιδρύματα.
Ένα πιθανό «πλεονέκτημα» της παχυσαρκίας είναι ότι επιβραδύνει την απώλεια οστικής μάζας και λόγω της αύξησης του λίπους μειώνει τον κίνδυνο οστικού κατάγματος κατά την πτώση.
Οι ηλικιωμένοι παχύσαρκοι έχει αποδειχθεί ότι δέχονται και ακολουθούν πιο πιστά τις ιατρικές και διαιτολογικές οδηγίες για τη μείωση του βάρους τους.
Φυσικά τα κίνητρα διαφέρουν από αυτά των νεώτερων παχυσάρκων που είναι κυρίως αισθητικά ενώ οι ηλικιωμένοι επιθυμούν να χάσουν βάρος για να βελτιώσουν τη φυσική τους κατάσταση και λειτουργία και δυνητικά την ποιότητα της ζωής τους.
Η θεραπεία της παχυσαρκίας στην 3η ηλικία πρέπει να περιλαμβάνει διαιτολογικές συμβουλές, φυσική άσκηση, χορήγηση βιταμινών, όπως D και ασβεστίου καθώς και φάρμακα αν ο ιατρός το θεωρήσει απαραίτητο.