Το μεταβολικό σύνδρομο περιγράφει την παρουσία μεταβολικών διαταραχών, που αυξάνουν τον κίνδυνο για τις καρδιολογικές παθήσεις, τον σακχαρώδη διαβήτη και άλλες χρόνιες παθήσεις.
Η συχνότητα εμφάνισης του μεταβολικού συνδρόμου εκτιμάται στα 20-25% του ενηλίκου πληθυσμού, 25,2% στους άνδρες και 14,6% στις γυναίκες.
Τα άτομα αυτά έχουν τρεις φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να αποκτήσουν καρδιακά νοσήματα και εγκεφαλικά επεισόδια με σύγκριση με τα άτομα χωρίς σύνδρομο καθώς και πέντε φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να νοσήσουν από σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.
Όσο περισσότεροι παράγοντες του μεταβολικού συνδρόμου είναι εμφανείς σε ένα άτομο, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος καρδιαγγειακού θανάτου.
Το μεταβολικό σύνδρομο επηρεάζεται από γονιδιακές διαταραχές που έχουν σαν αποτέλεσμα την ύπαρξη σημαντικού βαθμού κληρονομικότητας.
Επίσης, σημαντικοί παράγοντες του μεταβολικού συνδρόμου θεωρούνται η αντίσταση στην ινσουλίνη και η κεντρική παχυσαρκία.
Η αντίσταση στην ινσουλίνη εμφανίζεται όταν τα κύτταρα του σώματος (ήπαρ, σκελετικοί μύες, λιπώδης ιστός) γίνονται ανθεκτικά στην ινσουλίνη (την ορμόνη που παράγεται από τα β-κύτταρα του παγκρέατος και διευκολύνει την απορρόφηση της γλυκόζης).
Η γλυκόζη δεν μπορεί να απορροφηθεί, παραμένει στο αίμα και αυξάνεται (υπερινσουλινισμός), φθείροντας έτσι το βήτα κύτταρο που δεν μπορεί να παράξει άλλη ινσουλίνη.
Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την υπεργλυκαιμία και τον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.
Η παχυσαρκία συνδέεται με την αντίσταση στην ινσουλίνη και τον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, επίσης, συμβάλλει στην αρτηριακή υπέρταση, στα αυξημένα επίπεδα της ολικής χοληστερόλης, στα χαμηλά επίπεδα της HDL-χοληστερόλης και στην υπερτριγλυκεριδαιμία, αυξάνοντας έτσι τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.
Η διάγνωση του μεταβολικού συνδρόμου γίνεται αξιολογώντας τις προαναφερθέντες παραμέτρους και η αντιμετώπισή του πρέπει να είναι έγκαιρη, με στόχο να μειώσει τον κίνδυνο των καρδιαγγειακών παθήσεων και του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.
Συνιστάται ένας υγιεινός τρόπος ζωής που περιλαμβάνει τον περιορισμό των θερμίδων, μειώνοντας την πρόσληψη του λίπους, καθώς και την αύξηση της σωματικής δραστηριότητας.
Σε ασθενείς, που η αλλαγή τρόπου ζωής δεν ήταν αποτελεσματική ή σε ασθενείς που θεωρούνται υψηλού καρδιαγγειακού κίνδυνου είναι απαραίτητη η φαρμακευτική αντιμετώπιση του μεταβολικού συνδρόμου.
Η θεραπευτική αγωγή που χρησιμοποιείται είναι για την κάθε ασθένεια που περιλαμβάνει το σύνδρομο χωριστά (σακχαρώδης διαβήτης, δυσλιπιδαιμία, υπέρταση) αφού προς το παρόν δεν υπάρχουν φαρμακευτικά σκευάσματα που θα μπορούν να ρυθμίσουν τους παθογενετικούς μηχανισμούς του συνδρόμου και να μειώσουν τους κινδύνους του.