Ιλαρά
Η ιλαρά είναι μια ιογενής νόσος που προκαλείται από την οικογένεια των παραμυξοϊών.
Μεταδίδεται 3 ημέρες πριν, έως και 4-6 ημέρες μετά από την έκθυση του εξανθήματος, μέσω σταγονιδίων της αναπνευστικής οδού ή των επιπεφυκότων, που παραμένουν σε επιφάνειες έως και 2 ώρες. Η νόσος της ιλαράς προσδίδει οριστική ανοσία.
Συμπτώματα
Η κλινική πορεία της νόσου μετά από περίοδο επώασης, διάρκειας 8-12 ημερών, χαρακτηρίζεται από την πρόδρομη φάση με υψηλό πυρετό, βήχα, ρινική καταρροή, επιπεφυκίτιδα, φωτοφοβία, μυαλγία και ενάνθημα στον βλεννογόνο του στόματος, με τη μορφή υποκύανων λευκών κηλίδων στο ύψος των προγομφίων (κηλίδες Koplik) που αποτελεί παθογνωμονικό σημείο της ιλαράς.
Την 3η -7η ημέρα της νόσου ακολουθεί το εξανθηματικό στάδιο, με την έκθυση ενός συρρέοντος κηλιδοβλατιδώδους εξανθήματος από το μέτωπο, πίσω από τα αυτιά και στη συνέχεια στον κορμό και στα άκρα. Στο στάδιο της αποδρομής, τα συμπτώματα αρχίζουν να υποχωρούν και το εξάνθημα ελαττώνεται σε 7 ημέρες με την ίδια πορεία που εμφανίστηκε, αφήνοντας ήπια απολέπιση στο δέρμα.
Επιπλοκές
Οι πιο σοβαρές επιπλοκές αφορούν τα βρέφη και τους ενήλικες. Μπορεί να σχετίζονται με συνυπάρχουσα βακτηριακή λοίμωξη, όπως οξεία ωτίτιδα, λαρυγγίτιδα, βρογχίτιδα, πνευμονία ή επιπεφυκίτιδα, που δύνανται να προχωρήσουν σε κερατίτιδα ή ακόμα και τύφλωση.
Θεραπεία
Συστήνεται συμπτωματική θεραπεία με ανάπαυση, ενυδάτωση, χρήση αντιπυρετικών φαρμάκων (παρακεταμόλη), καθαρισμό των ματιών με διάλυμα πλύσης ή/και χορήγηση αντισηπτικών οφθαλμικών σταγόνων.
Σε υποψία συνδρόμου Reye, σε περίπτωση ιογενούς λοίμωξης, δεν πρέπει να συνταγογραφείται ασπιρίνη. Σε περίπτωση βακτηριακής επιμόλυνσης, μπορεί να συνταγογραφηθεί αντιβιοτική αγωγή pos.
Παρωτίτιδα
Εμφανίζεται σπάνια πριν από την ηλικία των 2 ετών. Αναφέρεται κυρίως σε εφήβους ηλικίας 10-19 ετών.
Η παρωτίτιδα προκαλείται από τον ιό Paramyxovirus, η μετάδοση του οποίου πραγματοποιείται με σταγονίδια που εκπέμπει ο ασθενής ή/και με αντικείμενα που μολύνθηκαν πρόσφατα.
Η μεταδοτική περίοδος ξεκινά 3 έως 6 ημέρες πριν από την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων και παρατείνεται μέχρι και 9 ημέρες μετά την εμφάνισή τους.
Συμπτώματα
Η ασθένεια είναι ασυμπτωματική στο 30% των περιπτώσεων. Η περίοδος επώασης διαρκεί μεταξύ 14 και 21 ημερών. Ακολουθεί η προδρομική φάση, η οποία χαρακτηρίζεται από μέτριο πυρετό, κεφαλαλγία, μυαλγία και απώλεια όρεξης.
Ο χρόνος επώασης της παρωτίτιδας κυμαίνεται από 16 έως 18 ώρες, όπου διαφαίνεται εικόνα πρησμένης και συνήθως διμερούς αιμάτωσης των παρωτίδων και της κάτω γνάθου.
Το πρόσωπο τείνει να παίρνει το χαρακτηριστικό σχήμα αχλαδιού. Η φάση αυτή διαρκεί περίπου μια εβδομάδα, ακολουθούμενη από προοδευτική υποχώρηση.
Επιπλοκές
- Ορχίτιδα: Εμφανίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε μετεφηβικούς άρρενες. Χαρακτηρίζεται από επώδυνη διόγκωση του όρχεως, που σε ποσοστό 30% είναι αμφοτερόπλευρη, και πυρετό. Στείρωση σπάνια αναπτύσσεται.
- Παγκρεατίτιδα: Έντονος επιγαστρικός πόνος και έμετος, με εξέλιξη συνήθως ευνοϊκή.
- Μηνιγγίτιδα: Συμπτωματική μηνιγγίτιδα συμβαίνει σε ένα ποσοστό 10-15% των ασθενών, διαρκεί 3-10 ημέρες και υποχωρεί χωρίς υπολειμματικές βλάβες.
- Κώφωση: Από νευρίτιδα του ακουστικού νεύρου με επίπτωση 1/20.000 σε κρούσματα παρωτίτιδας, με αιφνίδια έναρξη και αμφοτερόπλευρη απώλεια ακοής σε ποσοστό 80% των περιπτώσεων.
Θεραπεία
Δεν απαιτείται ειδική θεραπεία για την ήπια μορφή παρωτίτιδας. Ο πυρετός και ο πόνος μειώνονται με αντιπυρετικά ή αναλγητικά.
Σε περίπτωση ορχίτιδας, συνιστάται κατάκλιση του αρρώστου, τοποθέτηση του οσχέου σε ανάρροπη (προς τα πάνω) θέση και τοποθέτηση ψυχρών επιθεμάτων προς επιτάχυνση της υποχώρησης της φλεγμονής.
Ερυθρά
Η ερυθρά εμφανίζεται με τρόπο ενδημικό την άνοιξη. Προκαλείται από ιό του γένους Rubivirus, η μετάδοση του οποίου πραγματοποιείται μέσω της αναπνευστικής οδού.
Οι νοσούντες με την ερυθρά είναι μεταδοτικοί, κατά τη διάρκεια της εβδομάδας πριν και μετά την εμφάνιση του εξανθήματος.
Συμπτώματα
Ασυμπτωματική στο 50% των περιπτώσεων. Η περίοδος επώασης διαρκεί περίπου 14 ημέρες. Το κύριο σύμπτωμα της μόλυνσης από τον ιό της ερυθράς συνιστά η εμφάνιση εξανθήματος που ξεκινά στο επίπεδο του προσώπου, και εξαπλώνεται στον κορμό και στα άκρα.
Συνήθως, εξασθενεί έπειτα από τρεις ημέρες χωρίς χρώση ή απολέπιση του δέρματος. Αναφέρονται και άλλα συμπτώματα που περιλαμβάνουν χαμηλό πυρετό, πρησμένους λεμφαδένες, πόνους στις αρθρώσεις, πονοκέφαλο και επιπεφυκίτιδα.
Η διόγκωση των αδένων ή των λεμφαδένων μπορεί να διαρκέσει έως και για μια εβδομάδα και ο πυρετός ανεβαίνει σπάνια άνω των 38oC.
Εγκυμοσύνη
Η μόλυνση δύναται να προκαλέσει επιβράδυνση της ανάπτυξης του εμβρύου, δυσπλασίες σε επίπεδο οφθαλμού (διμερής καταρράκτης), ωτών (κώφωση), ΚΝΣ (μικροκεφαλία, νοητική καθυστέρηση) και καρδιάς. Ο κίνδυνος αναφέρεται υψηλότερος κατά το πρώτο τρίμηνο.
Θεραπεία
Συμπτωματική (αναλγητική και/ή αντιπυρετική αγωγή).
Ο Απαραίτητος Εμβολιασμός στα Παιδιά
Τo τριδύναμο εμβόλιο κατά της ιλαράς, παρωτίτιδας και ερυθράς εντάσσεται στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών και αποτελείται από ζωντανούς εξασθενημένους ιούς.
Το εμβόλιο χορηγείται σε δυο δόσεις, σε ηλικία 12-15 μηνών και 4-6 ετών. Όσα παιδιά δεν εμβολιάσθηκαν στην ηλικία των 4-6 ετών, πρέπει να εμβολιάζονται με την πρώτη ευκαιρία και το αργότερο μέχρι 11-12 ετών.
Σε περίπτωση έκθεσης στην ιλαρά, το εμβόλιο μπορεί να προλάβει τη νόσο, αν γίνει στις 3 πρώτες ημέρες μετά την έκθεση. Σε περίπτωση επιδημίας, εμβολιάζονται όλα τα παιδιά >6 μηνών που δεν έχουν εμβολιασθεί ή νοσήσει.
Σε παιδιά <6 μηνών, αν έρθουν σε επαφή με πάσχοντα, συνιστάται η χορήγηση απλής γάμμα σφαιρίνης (0.25 ml/kg), όπως και σε μεγαλύτερα άτομα που δεν έχουν εμβολιασθεί ή νοσήσει, εφόσον δεν γίνει εμβόλιο ιλαράς ή MMR τις 3 πρώτες ημέρες μετά την έκθεση.
Ανεπιθύμητες ενέργειες
Περίπου 5-15% των εμβολιαζόμενων εμφανίζουν πυρετό ή και εξάνθημα 7-12 ημέρες μετά τον εμβολιασμό, που διαρκούν συνήθως 1-2 ημέρες.
Παροδική θρομβοπενία, σπανίως νόσηση από ιλαρά σε άτομα με συγγενή ή επίκτητη διαταραχή της κυτταρικής ανοσίας, εγκεφαλίτιδα σε συχνότητα μικρότερη από 1:1.000.000 δόσεις.
Σε επανεμβολιασμό, οι ανεπιθύμητες ενέργειες είναι λιγότερο συχνές.
Aντενδείξεις
Υπερευαισθησία σε πρωτεΐνη αυγού ή προϊόντα που προέρχονται από πουλερικά, στη νεομυκίνη ή πολυμυξίνη.
Κύηση, υπογαμμασφαιριναιμία ή διαταραχή της κυτταρικής ανοσίας ή ανοσοκαταστολή, με εξαίρεση αυτών που πάσχουν από HIV λοίμωξη.