Οι μεταβολικές επιπλοκές στον διαβητικό ασθενή
Οι οξείες μεταβολικές επιπλοκές δύνανται να επικαλύψουν την ανάπτυξη του διαβήτη ή και να την αποκαλύψουν, ενώ οι πλέον σοβαρές μπορούν να προκαλέσουν κώμα ή ακόμα και θάνατο.
Η υπογλυκαιμία είναι η πιο επίφοβη επιπλοκή λόγω της συχνότητάς της, της δυσκολίας πρόληψής της και της σοβαρότητάς της.
Οι υπεργλυκαιμικές επιπλοκές του διαβήτη, περιλαμβάνουν το σύνδρομο κετοξέωσης και την υπεροσμωτική υπεργλυκαιμία.
Εκδηλώνονται με αύξηση στην πρόσληψη νερού και μείωση της αποβολής του μέσω ούρων, αίσθημα ναυτίας και εμέτου, πόνο στην κοιλιακή χώρα και, κάποιες φορές, απώλεια της συνείδησης.
Οφείλονται σε μείωση των επιπέδων της ινσουλίνης ή της δράσης της.
Η προκύπτουσα υπεργλυκαιμία οδηγεί σε γλυκοζουρία με ωσμωτική διούρηση και αφυδάτωση.
Με την κετοξέωση προστίθεται η παραγωγή κετονών.
Στο πλαίσιο της ανεπάρκειας ινσουλίνης, αυξάνεται η λιπόλυση.
Τα λιπαρά οξέα που παράγονται σε μεγάλες ποσότητες οξειδώνονται στο ήπαρ σε κετονοσώματα.
Σε κατάσταση υπεροσμωτικής υπεργλυκαιμίας, η υπολειμματική έκκριση ινσουλίνης εμποδίζει τον σχηματισμό σωμάτων κετόνης.
Τους κύριους προδιαθεσικούς παράγοντες συνιστούν ο εναρκτήριος διαβήτης ( παιδική κετοξέωση) ή, σε διαβητικούς, η μόλυνση και η μη συμμόρφωση στη συνιστάμενη θεραπεία.
Η γαλακτική οξέωση προκύπτει συχνά ως αποτέλεσμα της μη τήρησης των κανόνων σχετικά με τη χορήγηση μετφορμίνης (αντένδειξη για ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια).
Η συσσώρευση γαλακτικού οξέος οφείλεται στην αναστολή της γλυκονεογένεσης και στην αύξηση της παραγωγής του πρώτου, στο επίπεδο του εντέρου.
Πόνοι διάχυτοι ή κράμπες, συνδεόμενοι ή όχι με πεπτικές διαταραχές (ανορεξία) και αδιαθεσία, αποτελούν σπάνια αλλά σοβαρή επιπλοκή της παθολογίας.
Φάρμακα και τροποποιητές της γλυκαιμίας
Πέραν των αντιδιαβητικών, πολλά φάρμακα δύνανται να επάγουν γλυκαιμικές διαταραχές, εκθέτοντας τον ασθενή με διαβήτη στον κίνδυνο εμφάνισης μεταβολικών επιπλοκών (το 1,5% των υπερωσμωτικών γλυκαιμικών καταστάσεων οφείλονται σε φαρμακευτική αγωγή).
Κύρια υπεργλυκαιμικά φάρμακα: διουρητικά (συμπεριλαμβανομένων φουροσεμίδη σε υψηλές δόσεις και άλλα διουρητικά της αγκύλης),γλυκοκορτικοειδή, ορμονικά αντισυλληπτικά, βήτα-2-αγωνιστές, άλφα ιντερφερόνη, νευροληπτικά μακράς διάρκειας, αναστολείς της πρωτεάσης του HIV, ανοσοκατασταλτικά (κυκλοσπορίνη, τακρόλιμους), λεβοθυροξίνη, δαναζόλη.
Κύρια υπογλυκαιμικά φάρμακα: ασπιρίνη σε υψηλές δόσεις, τραμαδόλη, ορισμένα αντιαρρυθμικά (cibenzoline, disopyramide, hydroquinidine), αναστολείς ενζύμου μετατροπής της αγγειοτενσίνης , σουλφοναμίδες, φθοριοκινολόνες, αντικαταθλιπτικά (εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης και μη-εκλεκτικοί αναστολείς της μονοαμινοξειδάσης), τεστοστερόνη και άλλα αναβολικά στεροειδή.
Η χρήση των συγκεκριμένων φαρμάκων σε ένα διαβητικό άτομο, όπου είναι αναγκαία, απαιτεί στενή παρακολούθηση καθώς και εξατομικευμένη προσαρμογή της δοσολογίας των αντιδιαβητικών παραγόντων.
Ελπινίκη Μπισκανάκη, BSc, PharmD, MPharm, MSc, Φαρμακοποιός, ΠΓΝΑ Ιπποκράτειο
www.y-o.gr