Η εξωσωματική γονιμοποίηση είναι μία μέθοδος υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, χάρη στην οποία εκατομμύρια ζευγάρια στον κόσμο κατάφεραν να αποκτήσουν παιδί.
Η διαδικασία της εξωσωματικής έχει γίνει εξαιρετικά ασφαλέστερη, σε σχέση με το παρελθόν, ενώ και οι πιθανότητες επιτυχίας της θεραπείας και ευόδωσης των προσπαθειών είναι πλέον υψηλότερες.
Εντούτοις, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί κανείς να πει, ότι η επιτυχία είναι εγγυημένη.
Μετά από τη διέγερση των ωοθηκών είναι δυνατόν να παραχθούν περισσότερα ωάρια, τα οποία και θα γονιμοποιηθούν στο εργαστήριο, προκειμένου να προκύψει ο μέγιστος αριθμός εμβρύων.
Το πλεόνασμα των εμβρύων θα καταψυχθεί, ώστε να χρησιμοποιηθεί σε επόμενη εμβρυομεταφορά, αν η πρώτη προσπάθεια δεν οδηγήσει σε απόκτηση τέκνου, ή αν το ζευγάρι επιθυμεί κι άλλο παιδί.
Αν τελικά το ζευγάρι δεν καταφέρει να αποκτήσει παιδί, τότε λέμε πως η εξωσωματική γονιμοποίηση απέτυχε.
Ποιοι παράγοντες παίζουν ρόλο στην επιτυχία ή αποτυχία της εξωσωματικής γονιμοποίησης;
Η ηλικία της γυναίκας
Οι πιθανότητες επιτυχίας της εξωσωματικής γονιμοποίησης μειώνονται, όσο η γυναίκα μεγαλώνει.
Το φαινόμενο αυτό συνδέεται με:
– την πτώση της ποιότητας των διαθεσίμων ωαρίων.
– την αδυναμία των ωοθηκών να παράγουν επαρκή αριθμό ωαρίων μετά από τη διέγερσή τους.
Αποτυχία εμφύτευσης των εμβρύων στη μήτρα
Τα έμβρυα, που προκύπτουν από τα γονιμοποιημένα ωάρια «καλλιεργούνται» στο εργαστήριο σε ειδικές συνθήκες μέχρι την εμβρυομεταφορά.
Κάποια από τα μεταφερθέντα εντός της μήτρας έμβρυα, τα οποία θα μπορούσε κάποιος – αδόκιμα – να χαρακτηρίσει «κακής ποιότητας», δεν εμφυτεύονται με επιτυχία στο τοίχωμα της μήτρας, οπότε και η κύηση δεν προχωρά.
Ενίοτε, η εμφύτευση των εμβρύων στο τοίχωμα της μήτρας παρεμποδίζεται από παράγοντες, που σχετίζονται με αυτή καθαυτή τη μήτρα και την ανατομία της.
Παράγοντες, οι οποίοι έχουν κατά καιρούς συσχετισθεί με την πρόκληση δυσκολίας εμφύτευσης των εμβρύων, είναι:
– πολύποδες της μήτρας
– ευμεγέθη ινομυώματα (κυρίως αν αυτά «προβάλλουν» στην ενδομητρική κοιλότητα)
– συγγενείς ανατομικές ανωμαλίες της μήτρας
Ποιότητα του σπέρματος
Η ποιότητα του σπέρματος φθίνει θεωρητικά με την ηλικία του άνδρα.
Εντούτοις, φαίνεται πως η πτώση της ποιότητάς του, που σχετίζεται με την ηλικία δεν είναι τόσο σημαντική, ώστε να επηρεάσει ουσιωδώς τις πιθανότητες επιτυχίας της εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Υπάρχουν, όμως και άνδρες, των οποίων η ποιότητα του σπέρματος, όπως αυτή περιγάφεται στο σπερμοδιάγραμμα δεν είναι ικανοποιητική.
Η ποιότητα του σπέρματος ενδεχομένως να επηρεάζει αρνητικά σε κάποιο – συνήθως όχι σημαντικό – βαθμό τις πιθανότητες επιτυχίας της εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Ευτυχώς, το πρόβλημα αυτό αντιμετωπίζεται στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων ικανοποιητικά με την ενδοκυτοπλασμική έγχυση σπέρματος.
Ανωμαλίες στο γενετικό υλικό του άνδρα ή της γυναίκας
Έχει υπολογιστεί, πως σε ποσοστό 1/500 ζευγάρια ένας εκ των δύο φέρει ανωμαλίες στο γενετικό του υλικό, η ύπαρξη των οποίων συνδέεται με αυξημένες πιθανότητες για καθ’ έξιν αποβολές (δηλαδή για κάποιες αποβολές στη σειρά).
Αν είτε ο άνδρας, είτε η γυναίκα είναι φορέας τέτοιου είδους ανωμαλιών, οι οποίες δεν έχουν εντοπισθεί εν όψει της εξωσωματικής γονιμοποίησης, τότε αυξημένες είναι και οι πιθανότητες αποτυχίας εμφύτευσης του εμβρύου.
Για το λόγο αυτό, πριν μία γυναίκα υποβληθεί σε εξωσωματική γονιμοποίηση συστήνεται να ελεγχθεί ο καρυότυπος αμφοτέρων των μελών του ζεύγους.
Ο καρυότυπος είναι μία «φωτογραφία» του γενετικού υλικού, δια της οποίας είναι δυνατόν να καταδειχθούν ανωμαλίες αυτού.
Αν κάποιος εκ των δύο είναι φορές γενετικών ανωμαλιών, που συνδέονται με καθ’ έξιν αποβολές, τότε, προκειμένου να επιτύχει η εξωσωματική γονιμοποίηση, είναι απαραίτητο να γίνει και προεμφυτευτικός έλεγχος των προς εμβρυομεταφορά εμβρύων.